κατακοιμώ

κατακοιμώ
κατακοιμῶ, -άω (Α)
1. κοιμάμαι χωρίς διακοπή, περνώ τη νύχτα «ξεῑνόν τινα χρήμασι πείσας κατεκοίμησε ἐς Ἀμφιάρεω», Ηρόδ.)
2. (συν. μτφ.) βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («οὐδέ... λάθα κατακοιμάσῃ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κοιμῶ «βάζω κάποιον να κοιμηθεί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατακοιμῶ — κατακοιμάω sleep pres imperat mp 2nd sg κατακοιμάω sleep pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κατακοιμάω sleep pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κατακοιμάω sleep pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κατακοιμάω sleep pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακοίμηση — η (Α κατακοίμησις) [κατακοιμώ] το να κοιμηθεί κάποιος κάπου …   Dictionary of Greek

  • κατακοιμητής — κατακοιμητής, ὁ (Α) [κατακοιμώ] αυτός που αποκοιμίζει κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • κατακοιμίζω — και κατακοιμώ κατακοίμισα, βάζω κάποιον να κοιμηθεί βαθιά και πολύ, αποκοιμίζω: Κατακοίμισε τα παιδιά της και βγήκε για σεργιάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”