- κατακοιμώ
- κατακοιμῶ, -άω (Α)1. κοιμάμαι χωρίς διακοπή, περνώ τη νύχτα «ξεῑνόν τινα χρήμασι πείσας κατεκοίμησε ἐς Ἀμφιάρεω», Ηρόδ.)2. (συν. μτφ.) βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («οὐδέ... λάθα κατακοιμάσῃ», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κοιμῶ «βάζω κάποιον να κοιμηθεί»].
Dictionary of Greek. 2013.